Μικρές Ιστορίες | S.Equinoux | Ταξίδι στην Οδησσό  - Nakasbookhouse.gr Skip to main content
12-11-2019

Μικρές Ιστορίες | S.Equinoux | Ταξίδι στην Οδησσό 

Έγνοια σ’ έχω. Θα λείπεις πάντα. Έφτασα να σε ψάχνω μέχρι και στα «Κοινωνικά». Κατάντια, μετά από τόσα…

Το στομάχι, το βλέμμα μου, οι στιγμές απομόνωσής μου που πληθαίνουν. Ένα έμπειρο μάτι θα (με) καταλάβαινε αμέσως, λίγο να με παρατηρούσε, ότι πάσχω.

Περιπλανήθηκα στις νοερές μας διαδρομές τόσο, όσο να μην αντέχω άλλο. Τώρα είμαι χωρίς τροχιά, εκτός πλανητικού συστήματος, ενός συστήματος που έπαψε ο ήλιος να λάμπει. Οι διαστημικές καταιγίδες δεν με τρομάζουν, γεννήτορας και γέννημα κι εγώ αυτού του σύμπαντος και πώς να τα βάλω με τον εαυτό μου;

Τα αφήνω όλα ελεύθερα να τριγυρνούν, τα αφήνω να ψάχνουν, να κυνηγιούνται μεταξύ τους. Μια βρίσκουν αυτόν που κρύβεται και τον φτύνουν, μια χάνουν παρτίδες από ένα ηρωικό «φτου ξελευτερία».

Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ. Λυπάμαι βαθιά.

Περνούν οι μέρες βουβά. Ο πόνος είναι βαθύς και πρέπει να κρύβεται. Αλίμονο σε αυτούς που δείχνουν ό,τι αισθάνονται. Καλύτερα να πνίγονται κάποιο μεσημέρι στον ύπνο τους.

Ένα πλοίο, μπορώ να πνιγώ και μ’ ένα πλοίο. Γι’ αυτό θα ταξιδέψω. Θα πάω ένα ταξίδι μεγάλο.

Εν όψει λύπης και βαθιάς θλίψης έβγαλα εισιτήριο. Θα πάω στην Οδησσό, στο λιμάνι των εμπόρων. Όπου εμπόριο, μηδέν συναίσθημα. Ίσως αυτό να βοηθήσει.

Είναι όμορφη η Οδησσός, κι αυτή με τα δικά της πάθη, τα κρυμμένα, τα ικανά να λιώνουν τους πάγους του σιβηρικού χειμώνα, όταν αυτός την επισκέπτεται.

Φτάνοντας, θα ανηφορίσω τις σκάλες του Ποτέμκιν, ελπίζοντας να χάσω το υπόδημά μου, για να το βρεις εσύ να μου το φορέσεις και πάλι. Κι αν δω ότι αργείς, θα ψάξω να βρω τον Τσέχοφ, εκεί στο Πριμόρσκι Μπουλβάρ, για να με κρατήσει από τη μέση -μόνο τα χεράκια του- χωρίς φόβο και μόνο με πάθος. Μετά θα περπατήσουμε αγκαζέ και θα μου ψιθυρίσει ερωτόλογα, που αργότερα σε κάποια σκηνή θεατρικού του έργου θα τα παραχώσει ευχαριστημένος. Τότε θα σου κλείσω το μάτι πονηρά, που μ’ έχασες, που σ’ έχασα. Που τόσα μοιραστήκαμε εμείς οι δυο και τώρα μακριά, ανεπίτρεπτη ακόμα και η τυχαία συνάντηση. Να το προσέχουμε κι αυτό…

Ζήσαμε μια ζωή συμπυκνωμένη. Πόσο καιρό; Δεν μετρούσα. Φθινόπωρο ξεκίνησε, φθινόπωρο έληξε. Πόσα φεγγάρια, πόσα φθινόπωρα; Πόσους αιώνες; Πόσες επαναστάσεις, ανακωχές και νηνεμίες; Πόσα φεγγάρια, αστέρια και επίγεια μερακλώματα; Πόσα τραγούδια – ψάξε να βρεις τους στίχους για να λάβεις το μήνυμα. Τι σημασία έχει, τελικά; Σωσίβιο και βαρίδι μαζί σαν άρωμα με πολλά μπαχάρια.

Σέρνοντας βαλίτσες και βαλίτσες αναμνήσεων, έφυγα στον πιο οικείο βοριά και καλά έκανα. Κατέβηκα τη σκάλα του πλοίου κι έπιασα τον πρώτο οδηγό ταξί που βρήκα μπροστά μου, για να με πάει στο προξενείο.

«Πρεομπραζένσκα τρέτσε ντβα (32)», του είπα με επιτηδευμένη προφορά και καμάρωνα από το πίσω κάθισμα του ταξί για το κατόρθωμά μου. Όταν είδα την απόσταση, γέλασα. Μπορούσα να είχα πάει και με τα πόδια. Δεν βαριέσαι, θα υπάρξει κι άλλη φορά, θα υπάρξουν πολλές φορές. Έτσι το αποφάσισα.
 

Από εκείνο το πρώτο ταξίδι στην Οδησσό έχουν περάσει χρόνια. Εδώ διδάσκω την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ τα βράδια ανοίγω το μικρό μου σπιτικό στους μαθητές, τους γονείς και τους φίλους και διδάσκομαι εγώ από αυτούς την ουκρανική γλώσσα και τον ουκρανικό πολιτισμό, όμως περισσότερο απ’ όλα την καθημερινή τους ματιά, τα μαγειρέματά τους, τις έγνοιες και τις αδυναμίες τους, τα ζεστά ποτά τους και τα τραγούδια τους, τα γεμάτα δαντελένιες συλλαβές. Στο τέλος της βραδιάς, αποχαιρετιζόμαστε ελαφρώς ζαλισμένοι και μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο. Τα λ και τα ν τραβηγμένα μέσα στο στόμα μας, καληνυχτίζουν και υπόσχονται την επόμενη συνάντηση, με γλύκα.

Ένα βράδυ, μαζί με όλους αυτούς τους καλούς ανθρώπους ήρθε κι ένας Ουκρανός με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα σπιτικής αυλής. Από αυτά τα μεγάλα, τα εντυπωσιακά που βλέπουμε σε ρετρό καρτ-ποστάλ και τότε μας θυμίζουν τη γιαγιά μας ή γλυκό του κουταλιού, ή ξεχασμένα πορσελάνινα σερβίτσια τσαγιού.

Ήρθε λοιπόν ένας τέτοιος άντρας με λουλούδια στο χέρι, για να τα προσφέρει στη δασκάλα που ανοίγει το σπίτι της κάποια απογεύματα. Ήταν αποφασισμένος πριν με γνωρίσει, για ό,τι θα συνέβαινε, αφού με γνώριζε. Τότε, βέβαια, ούτε ο ίδιος δεν το ήξερε αυτό. Το κατάλαβα όμως εγώ, μόλις τον είδα, μόλις μου κράτησε το χέρι και μου χαμογέλασε ζεστά. Γιατί όλα ωραία φαίνονται, αλλά πρέπει να είναι και ζεστά. Και χωρίς την αίσθηση της αφής σε πλήρη δράση, τίποτα δεν είναι ζεστό κι αληθινό. Κι έπειτα, είναι στο τι αντέχει ο καθένας.

Κάναμε τις συστάσεις.  Μου είπε το ελληνικό όνομά του μαζί με τη σμίκρυνση: Αλεξάντρ ή Σάσα. Σχολίασα πως προτιμώ το Σάσα κι εκείνος χαμογέλασε αποκαλύπτοντας έναν υψηλό δείκτη ανεκδήλωτης τρυφερότητας. Του είπα το ουκρανοποιημένο πια όνομά μου, Ιρίνα από το Ειρήνη. Ειρήνη ημίν, παρακάλεσα μέσα μου.

Τα λουλούδια του στόλισαν ένα ωραίο γαλάζιο βάζο οπαλίνα, κοιτάξαμε γύρω, πάνω, κάτω. Αυτά. Κάτι καλές κυρίες του έπιασαν κουβέντα και αυτό που παραλίγο να εξελιχτεί σε δράμα ματαιώθηκε επ' αόριστον.

Περνώντας ο καιρός, τα χέρια του στόλισαν τα δικά μου και μετά τους ώμους μου, τα στήθη μου, τη μέση μου, τις γάμπες μου. Οι καμπύλες μου τον ταξίδευαν στην ουκρανική εξοχή. «Είσαι διάσπαρτη με μνημεία της φύσης», μου έλεγε και αφού γελούσαμε, μου ξεκινούσε τις αφηγήσεις. Παιδικές αναμνήσεις από τις εκδρομές στους λόφους της ευρασιατικής στέπας. Και ύστερα μια ευτυχισμένη σιωπή.

 

Βιογραφικό: Η S.Equinoux γράφει και ταξιδεύει εντός κι εκτός του βιβλιοχώρου. Φωτογραφίζει καημούς και τους μετατρέπει σε τοπία. Κυνηγάει ματαίως τη βιωματική σοφία (ζεν). Χειμερινή κολυμβήτρια, θερινή συλλέκτρια τρούφας. Διαθέτει "κορυφαίο" χιούμορ όπως το χαρακτήρισαν επιφανείς γευσιγνώστες.
 

(photo credits to the owner)